Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
Κύπριος, Γεώργιος — Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, με το όνομα Γρηγόριος. Βλ. λ. Γρηγόριος. Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως (2.) … Dictionary of Greek
Καρούζης, Γεώργιος — (Πάνω Αρόδες, Κύπρος 1934 –). Κύπριος εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο Λονδίνο, στην Τουλούζ και στην Ολλανδία. Αρχικά σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Κύπρου και της Αγγλίας… … Dictionary of Greek
Λαπίθης, Γεώργιος — (14ος αι.). Κύπριος λόγιος. Βαθύς γνώστης της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής φιλολογίας, εξασφάλισε από νωρίς εξαιρετική κοινωνική θέση στο νησί του, κυρίως χάρη στην εύνοια του ηγεμονικού οίκου των Λουζινιάν. Πήρε μέρος στη διαμάχη των… … Dictionary of Greek
Μαυροΐδης, Γεώργιος — (Πειραιάς 1912 – 2003). Κύπριος ζωγράφος, πανεπιστημιακός και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1946 εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα. Παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1959, όταν εξελέγη καθηγητής… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ МОНАХ — [греч. Γεώργιος ὁ Μοναχός] (сер. VIII в.), прп. Сведения о нем содержатся в соч. «Наставление старца о святых иконах», автором к рого является ученик Г. М. Феосевий. Г. М. подвизался на горе Елеон в Киликийском Тавре. Когда имп. Константин V… … Православная энциклопедия
ГЕОРГИЙ КИПРИОТ — [греч. Γεώργιος ὁ Κύπριος], прп. (пам. греч. 31 дек.). Упоминается в Патмосском списке Типикона Великой ц. IX X вв. (Дмитриевский. Описание. Т. 1. С. 38). Софроний (Евстратиадис), митр. Леонтопольский, высказал предположение, что эта память… … Православная энциклопедия
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
ГЕОРГИЙ ЛАПИФ — [Философ; греч. Γεώργιος Λαπίθης] (XIV в.), визант. ученый, писатель. О его жизни и трудах сообщает в «Истории» Никифор Григора, опираясь на рассказ своего ученика Агафангела, гостившего у Г. Л. на Кипре в 1347 1349 гг. (Niceph. Greg. Hist. 25).… … Православная энциклопедия